καλώς ορίσατε διαδικτυακοί επισκέπτες!!!

Γεια σας!!Καλώς ορίσατε στο διαδικτυακό μας τόπο!!!Πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία του υπήρξε η τάξη μου,στην οποία τυγχάνει να είμαι δασκάλα.Η ανατροφοδότηση που παίρνω καθημερινά από τους μικρούς μαθητές είναι απίστευτη και με ώθησε να φτιάξω το ιστολόγιο αυτό για να καμαρώνουν τα επιτεύγματά τους, να αναστοχάζονται για τα επόμενα και να ανταλλάζουμε τις απόψεις μας!Αρχικά είχα αμφιβολία για τη δημιουργία του,οι απόψεις όμως,οι εργασίες και η ευαισθησία των μαθητών μου εμπλουτίζουν τόσο όμορφα και ονειρεμένα τις σελίδες του!

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Ήρωες και ηρωίδες του 1821

Ο Θρυλικός αυτός ήρωας του 1821, γεννήθηκε στη Μουσουνίτσα της Παρνασσίδος το 1788.
Παιδί ακόμα μπήκε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου όπου έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Σε ηλικία 20 χρονών άφησε τη ζωή του μοναστηριού και πήρε τα όπλα εναντίον των Τούρκων.
Ο Διάκος ήταν άφταστος στα αγωνίσματα, στα όπλα και στην ανδρεία. Στα 1818 έγινε το πρώτο από τα επτά πρωτοπαλήκαρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Μαζί του μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και έβαλε σκοπό της ζωής του την απελευθέρωση της φυλής. ΄Ετσι δημιούργησε δικό του στρατό και ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης σε όλη την Ελλάδα.
Οι Τούρκοι αποφάσισαν να τον αντιμετωπίσουν και έστειλαν τον στρατηγό Ομέρ Βρυώνη με 9.000 στρατιώτες. Ο Διάκος είχε μόνο 1.500 παληκάρια. Η μάχη έγινε στην Αλαμάνα, εκεί όπου 23 αιώνες πριν, έπεσε ο Λεωνίδας με τους 300. Ο Διάκος πολέμησε ηρωϊκά, αλλά στο τέλος οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και τον σούβλισαν.
Ο Διάκος αντιμετώπισε το μαρτυρικό του θάνατο με θάρρος. Μονο ένα παράπονο βγήκε απ'τα χείλη του, προβλέποντας την ανάσταση του Ελληνισμού:

"Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει,
τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι".
΄Ηταν ο πιο αγνός ήρωας του '21.
Το τραγούδι του
Τρία πουλάκια κάθονταν στου Διάκου το ταμπούρι
το 'να τηράει τη Λειβαδιά και τ'άλλο το Ζητούνι
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει.
"Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;
- Νουδ' ο Καλύβας έρχεται, νουδ' ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ Βρυόνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες".
Ο Διάκος σαν τ'αγροίκησε πολύ του κακοφάνει.
Ψιλή φωνήν εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
"Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παληκάρια,
δώσ'τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω την Αλαμάνα,
πούναι ταμπούρια δυνατά κι'όμορφα μετερίζια".
Παίρνουνε ταλαφρά σπαθιά και τα βαριά ντουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
"Καρδιά παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθήτε...
(Απόσπασμα του τραγουδιού)

Ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1776 και είχε τον τίτλο του Κόμη. Υπήρξε πρώτος κυβερνήτης του νεοελληνικού κράτους. Σπούδασε ιατρική αλλά από τα τέλη του 1798 αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην πολιτική.
Το Μάρτιο του 1800 τα Ιόνια νησιά ανακηρύσσονται σε υποτελή πολιτεία στον Τούρκο Σουλτάνο, η οποία ώφειλε να κυβερνιέται από την αριστοκρατία του τόπου.
Ο Καποδίστριας καταρχάς, γίνεται ΄Εκτακτος επίτροπος της τοπικής κυβέρνησης, αργότερα γίνεται Υπαρχηγός και τέλος Γραμματέας της Επικράτειας για τις υποθέσεις εξωτερικών, εσωτερικών και εμπορίου.
Από τότε αποκτά στενούς δεσμούς με τη Ρωσική Αυλή. Τα Ιόνια νησιά ανακαταλαμβάνονται όμως, από τη Μεγάλη Βρετανία το 1809 και ο Καποδίστριας φεύγει για τη Ρωσία. Εκεί χάρη στις ικανοτητές του γίνεται Υπουργός των Εξωτερικών του Τσάρου. Γίνεται οπαδός της "Πεφωτισμένης Δεσποτείας" δηλαδή του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας και των μεταρρυθμίσεων χωρίς όμως την επαναστατική παρεμβολή του λαού.
Το 1817 η Φιλική Εταιρία πρότεινε στον Καποδίστρια ν'αναλάβει την αρχηγία της επανάστασης στην Ελλάδα. Ο Καποδίστριας αρνήθηκε, όχι γιατί ήταν φίλος της Οθωμανικής κυριαρχίας στην Ελλάδα, αλλά γιατί από τη φύση του αντιπαθούσε τις επαναστατικές μεθόδους πάλης όπως επίσης και γιατί πίστευε ότι η επιλογή δεν ήταν κατάλληλη για την έκρηξη της Εθνικής Επανάστασης. Επιπλέον είχε τη γνώμη ότι μια επανάσταση που θα στηριζόταν σε νέες δυνάμεις δεν θα έφερνε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
΄Οταν ξέσπασε η επανάσταση του 1821 ο Καποδίστριας προσπάθησε να πείσει το Ρώσο Αλέξανδρο Α΄ να επέμβει στρατιωτικά εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πράγμα που δεν κατάφερε και νικημένος αναγκάστηκε να φύγει από τη Ρωσία το καλοκαίρι του 1822 και να έρθει στην Ελλάδα για 5 χρόνια.
Πάντα όμως προσπαθούσε να εξασφαλίσει την συμπαράσταση των κυβερνήσεων και προσωπικοτήτων υπέρ του αγώνα των Ελλήνων.
Πράγματι τελικά δημιουργήθηκε ένας συνασπισμός ΄Αγγλων, Ρώσων και Γάλλων εναντίον του Σουλτάνου.
Στις 3 Απριλίου του 1827 η εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ονόμασε τον Καποδίστρια Κυβερνήτη της Ελλάδος.
Η διακυβέρνηση του Καποδίστρια ήταν σύντομη. Οι προσπαθειές του να εκσυγχρονίσει την Ελλάδα τον έφεραν σε σύγκρουση με τους Συντηρητικούς Προεστούς και τους Γαιοκτήμονες.
΄Ετσι χωρίς λαϊκή υποστήριξη έμεινε απροστάτευτος στις επιθέσεις των αντιπάλων του.
Στις 9 Οκτωβρίου του 1831 δολοφονήθηκε από τους αδελφούς Μαυρομιχάλη, στο Ναύπλιο, την πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδος.
Το σχεδιό του για την "Πεφωτισμένη Δεσποτεία" στην Ελλάδα σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα, χρεωκοπούσε και ο ίδιος έβρισκε σκληρό και άδοξο τέλος.
Δωρεά του Κυβερνήτη
Ο Καποδίστριας αποφάσισε πια οριστικά να αφήσει τη Ρωσία και να κατέβει για πάντα στην Ελλάδα. Πρώτη του δουλειά ήταν να πουλήσει τα έπιπλά του. ΄Ηταν καλοκαμωμένα και ακριβά και αν τα έφερνε μαζί του στην Ελλάδα θα ήταν πρόκληση για τους φτωχούς ΄Ελληνες. Τα πούλησε όλα και κατάφερε να εισπράξει απ'αυτά πενήντα χιλιάδες ρούβλια.
Με μια, όλα αυτά τα ρούβλια τα έστειλε σε "΄Ελληνες" σιτέμπορους στην Οδησσό και τους παρακινούσε να προσθέσουν κι αυτοί ότι θέλανε. Με όλο το ποσόν θα αγοράζαν σιτάρι και θα το έστελναν στους "΄Ελληνες" που πεινασμένοι αγωνίζονταν για τη λευτεριά τους.
Οι ΄Ελληνες σιτέμποροι της Οδησσού σεβάστηκαν την επιθυμία του Καποδίστρια και διπλασίασαν τις πενήντα χιλιάδες ρούβλια που τους έστειλε. Φόρτωσαν πέντε καράβια σιτάρι και στείλανε από ένα στα Ψαρά, στην ΄Υδρα και στις Σπέτσες. Τα άλλα δύο τα στείλανε στ'Ανάπλι για να εφοδιάσουν το στρατό.
Ηταν μια από τις λαμπρότερες φυσιογνωμίες της Ελληνικής Επανάστασης. Γεννήθηκε στις 3 Απριλίου του 1770, στη Μεσσηνία της Πελοποννήσου. ΄Εγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας το Δεκέμβρη του 1818.
Στις 22 Μαρτίου του 1821 ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και με άλλους 2.000 άνδρες, πήγαν προς την Καλαμάτα και την επομένη την απελευθέρωσαν. Το καλοκαίρι του 1822 πολέμησε εναντίον του Δράμαλη και αποδεκάτισε τον Τούρκικο στρατό στα Δερβενάκια. ΄Ελαβε μέρος σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις και επιβλήθηκε σαν στρατιωτική μορφή και σαν αρχηγός των αγωνιστών της Πελοποννήσου. Συνέχισε να αγωνίζεται μέχρι το 1827.
Το 1834 καταδικάστηκε για συνωμοσία εναντίον του βασιλιά ΄Οθωνα. Η καταδίκη αυτή ακούστηκε με αγανάκτηση στον Ελληνικό λαό. Μετά την ενηληκίωση του ο ΄Οθωνας έδωσε χάρη στο γέρο του Μοριά. Τον ονόμασε Αντιστράτηγο και τον διόρισε σύμβουλο της Επικρατείας.
Τα υπόλοιπα χρόνια του έζησε στην Αθήνα. και πέθανε το 1843.
Κατά την περίοδο αυτή υπαγόρευσε στον Γεώργιο τα απομνημονεύματα του που εκδόθηκαν το 1846 με τον τίτλο "Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836", που αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τον αγώνα του 1821.


Ηρωίδα της ελληνικής επανάστασης του 1821. Κόρη του Νικολάου Μαυρογένους, μεγαλέμπορου που ήταν εγκατεστημένος στην Τεργέστη. Πριν κηρυχθεί η επανάσταση, ήρθε με τον πατέρα της στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Τήνο.
Μόλις άρχισε ο αγώνας πήγε στη Μύκονο όπου εξόπλισε με δικά της χρήματα δύο πλοία, με τα οποία καταδίωξε η ίδια τους πειρατές που σάρωναν εκείνη την εποχή τη θαλάσσια περιοχή της Μυκόνου. Αργότερα δημιούργησε στόλο από έξι πλοία και συγκρότησε σώμα πεζικού που αποτελούνταν από 16 λόχους των πενήντα ανδρών και πήρε μέρος στην επιχείρηση της Καρύστου καθώς και στις μάχες του Πηλίου, της Φθιώτιδας και της Λειβαδιάς. Επέστρεψε κατόπιν στη Μύκονο και ασχολήθηκε με τη τροφοδοσία του ναυτικού αγώνα και τη συγγραφή των απομνημονευμάτων της.
΄Οταν έληξε η επανάσταση εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο. Της απονεμήθηκε από τον Καποδίστρια ο βαθμός της αντιστρατήγου. Το 1840 εγκαταστάθηκε στην Πάρο.
Πέθανε το 1848. Το σπίτι που πέθανε στην Πάρο σώζεται μέχρι σήμερα.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΩΡΑ
Η Μαντώ Μαυρογένους είχε στην κατοχή της από οικογενειακή κληρονομιά ένα πολύτιμο σπαθί. Λένε πως το σπαθί αυτό ήταν απ'τα χρόνια του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. ΄Αλλοι λένε πάλι πως η Μεγάλη Αικατερίνη το είχε χαρίσει στον πατέρα της Μαντώς. ΄Ηταν "Χρυσοποίκιλτον και Αδαμαντοκόλλητον". Είχε χαραγμένη την επιγραφή "Δίκασον Κύριε τους αδικούντας με, τους πολεμούντας με, βασίλευε των Βασιλευόντων".
Σαν κατέβηκε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας, η Μαντώ του χάρισε το "πατροπαράδοτον μου και πολυτιμότατον δια την αρχαιοτητά του σπαθίον", όπως γράφει και η ίδια. Ο Κυβερνήτης την ευχαρίστησε για το ιστορικό αυτό δώρο, "σπάθην οπλίσασαν την χεριά γενναίου τίνος προμάχου του Σταυρού".
Στον τιμητικό αποχαιρετιστήριο χορό, που δώσανε στο σπίτι του Αλεξάνδρου Κοντοσταύλου στην Αίγινα, για χάρη του στρατάρχη Μαιζών που θα έφευγε από την Ελλάδα, ο Καποδίστριας πρόσφερε το ιστορικό αυτό σπαθί στον Μαιζών, "ως τεκμήριον της προς αυτό ευγνωμοσύνης του ΄Εθνους".
Η Καπετάνισσα Μπουμπουλίνα ξέφευγε από τα γυναικεία πρότυπα της εποχής της. Μεγαλωμένη στη θάλασσα, από νωρίς εκδήλωσε την αγάπη της για τα πλοία και τα ταξίδια. Η μυθιστορηματική ζωή της, από τη γέννηση της ακόμη, ήταν γεμάτη περιπέτειες που σφυρηλάτησαν το χαρακτήρα της, ένα χαρακτήρα ανεξάρτητο, δυναμικό, αγωνιστικό. Καπετάνισσα, λοιπόν, όχι μόνο στα πλοία, αλλά και στην ίδια της τη ζωή. Γεννήθηκε ορφανή από πατέρα, έμεινε δύο φορές χήρα και με μεγάλη περιουσία την οποία διαχειρίστηκε με πολλή ευστροφία και κατάφερε να την αυξήσει. Γεύτηκε συχνά το φθόνο των συμπατριωτών της και γι’ αυτό αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες, τις οποίες πάντα ξεπερνούσε.
Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες προφορικές μαρτυρίες, το 1819 στην Κωνσταντινούπολη μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία. Μετά την έκρηξη της Επανάστασης από τους πρώτους συμμετείχε ενεργά, προσφέροντας χρήματα και πολεμοφόδια και διαθέτοντας τα πλοία της στην υπηρεσία του Αγώνα. Η μεγαλύτερη απώλεια ήταν ο θάνατος του πρωτότοκου γιου της (από τον πρώτο της γάμο) Γιάννου Γιάννουζα, στα τέλη Απριλίου του 1821,σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους έξω από το Άργος. Η Μπουμπουλίνα έλαβε μέρος με το πλοίο της «Αγαμέμνων» στην πολιορκία του Ναυπλίου και μετά την απελευθέρωσή του εγκαταστάθηκε εκεί σε οίκημα που της παραχώρησε η επαναστατική κυβέρνηση.
«Από της εμφανίσεώς της εις τον Αργολικόν, επί ιδίου πλοίου δια την πολιορκίαν του Ναυπλίου, και έπειτα εις το Αργος» γράφει ο Διονύσιος Κόκκινος, «η φυσιογνωμία της Μπουμπουλίνας καθίσταται η αμαζόνιος διακόσμησις του πολεμικού πίνακος του 1821. Η δόξα της, που έφτασε μέχρι της εκπλήκτου δια την δράσιν της Ευρώπης, οφείλεται εις πραγματικάς πολεμικάς πράξεις.»
Το Σεπτέμβριο του 1821 βρέθηκε στο στρατόπεδο του Κολοκοτρώνη στην Τρίπολη και μπήκε από τους πρώτους στην πόλη. Η εκεί συμπεριφορά της προξένησε σχόλια για αρπαγή κοσμημάτων από τις γυναίκες του χαρεμιού με υπόσχεση την ασφάλεια της ζωής τους.
Ο πρωταγωνιστικός της ρόλος δεν την άφησε αμέτοχη στις εμφύλιες διαμάχες, κατά τις οποίες υποστήριξε τους στρατιωτικούς και το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, με τον οποίο είχε συγγενέψει, μετά το γάμο της κόρης της Ελένης Μπούμπουλη με τον Πάνο Κολοκοτρώνη.
Η φιλοπατρία υπερισχύει όλων των άλλων συναισθημάτων της, δηλαδή της πικρίας της από τις έριδες των πολιτικών και την έκβαση του αγώνα. Και ενώ κάνει πάλι προετοιμασίες, για να λάβει μέρος στο αγώνα εναντίον του Ιμπραήμ, έρχεται το αναπάντεχο τέλος της. Η ηλιοκαμένη κόρη της θάλασσας πέφτει νεκρή από σπετσιώτικο βόλι, στις 22 Μαΐου 1825,στο σπίτι του πρώτου της άνδρα, του Γιάννουζα. Αιτία; Μια λογομαχία της με άτομα από την οικογένεια της Κούτση Ευγενίας, αγαπημένης του γιου της Μπουμπουλίνας. Άδοξο και τραγικό λοιπόν το τέλος αυτής της γυναίκας που μέσα της ξεχείλιζε, πιο ισχυρή από όλα τα άλλα, η αγάπη της για την πατρίδα.
Γεννήθηκε το 1788 στη Μεσσηνία και σκοτώθηκε στο Μανιάκι το 1825 πολεμώντας εναντίον των Τούρκων.
Αγωνιστής της Επανάστασης του 1821 από τους πιο σπουδαίους. ΄Ηταν κληρικός, αλλά πριν ακόμη αρχίσει η Επανάσταση έπαιξε σημαντικό ρόλο στη Φιλική Εταιρεία. Οι ενέργειές του όμως θύμωσαν τους Τούρκους και διέταξαν τη σύλληψή του. Το 1820 κατέβηκε στην Πελοπόννησο για να κηρύξει την Επανάσταση. Οι πρόκριτοι της περιοχής αντέδρασαν και τον περιόρισαν σ'ένα μοναστήρι κοντά στο Αίγιο. Δραπετεύοντας με λίγους μοναχούς άρχισε να επιτίθεται στους Τούρκους και έτσι ανάγκασε τους προκρίτους να πάρουν μέρος στην Επανάσταση.
Πήρε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις και ήταν πληρεξούσιος στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου. ΄Εγινε Υπουργός Εξωτερικών και Αστυνομίας, πολέμησε το στρατό του Δράμαλη στα Δερβενάκια και τον Ιμπραήμ στο Μανιάκι όπου και σκοτώθηκε. Λέγεται ότι ο Ιμπραήμ ζήτησε το πτώμα του και φίλησε το νεκρό.
Τα άρματα του Παπαφλέσσα
Το γιαταγάνι του ήταν του βοεβόδα της Καλαμάτας, Αρναούτογλου κι έγραφε πάνω "Αρναούτογλου-Γρηγόριος Δίκαιος Παπαφλέσσας".
Το καριοφίλι του ήταν στολισμένο. Το κοντάκι είχε φίλντισι κι εκεί που αρχίζει η κάννη απ'τη μια έγραφε το όνομά του κι απ'την άλλη είχε σκαλισμένη τη μορφή του Παπαφλέσσα. Αυτό βαστούσε όταν έπεσε ηρωϊκά στο Μανιάκι. Εκεί βρέθηκε ύστερα από κάποιον ΄Ελληνα. Σχεδόν μόνο το κοντάκι σώθηκε κι αυτό κατατσακισμένο απ'τις σπαθιές που δέχτηκε σ'εκείνη τη γιγαντομαχία.
Στα 1900 το αγόρασαν από κάποιον οι απόγονοι του Παπαφλέσσα και βρίσκεται πια στα χέρια τους.
  Η Καπετάνισσα Μπουμπουλίνα ξέφευγε από τα γυναικεία πρότυπα της εποχής της. Μεγαλωμένη στη θάλασσα, από νωρίς εκδήλωσε την αγάπη της για τα πλοία και τα ταξίδια. Η μυθιστορηματική ζωή της, από τη γέννηση της ακόμη, ήταν γεμάτη περιπέτειες που σφυρηλάτησαν το χαρακτήρα της, ένα χαρακτήρα ανεξάρτητο, δυναμικό, αγωνιστικό. Καπετάνισσα, λοιπόν, όχι μόνο στα πλοία, αλλά και στην ίδια της τη ζωή. Γεννήθηκε ορφανή από πατέρα, έμεινε δύο φορές χήρα και με μεγάλη περιουσία την οποία διαχειρίστηκε με πολλή ευστροφία και κατάφερε να την αυξήσει. Γεύτηκε συχνά το φθόνο των συμπατριωτών της και γι’ αυτό αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες, τις οποίες πάντα ξεπερνούσε.
Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες προφορικές μαρτυρίες, το 1819 στην Κωνσταντινούπολη μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία. Μετά την έκρηξη της Επανάστασης από τους πρώτους συμμετείχε ενεργά, προσφέροντας χρήματα και πολεμοφόδια και διαθέτοντας τα πλοία της στην υπηρεσία του Αγώνα. Η μεγαλύτερη απώλεια ήταν ο θάνατος του πρωτότοκου γιου της (από τον πρώτο της γάμο) Γιάννου Γιάννουζα, στα τέλη Απριλίου του 1821,σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους έξω από το Άργος. Η Μπουμπουλίνα έλαβε μέρος με το πλοίο της «Αγαμέμνων» στην πολιορκία του Ναυπλίου και μετά την απελευθέρωσή του εγκαταστάθηκε εκεί σε οίκημα που της παραχώρησε η επαναστατική κυβέρνηση.
«Από της εμφανίσεώς της εις τον Αργολικόν, επί ιδίου πλοίου δια την πολιορκίαν του Ναυπλίου, και έπειτα εις το Αργος» γράφει ο Διονύσιος Κόκκινος, «η φυσιογνωμία της Μπουμπουλίνας καθίσταται η αμαζόνιος διακόσμησις του πολεμικού πίνακος του 1821. Η δόξα της, που έφτασε μέχρι της εκπλήκτου δια την δράσιν της Ευρώπης, οφείλεται εις πραγματικάς πολεμικάς πράξεις.»
Το Σεπτέμβριο του 1821 βρέθηκε στο στρατόπεδο του Κολοκοτρώνη στην Τρίπολη και μπήκε από τους πρώτους στην πόλη. Η εκεί συμπεριφορά της προξένησε σχόλια για αρπαγή κοσμημάτων από τις γυναίκες του χαρεμιού με υπόσχεση την ασφάλεια της ζωής τους.
Ο πρωταγωνιστικός της ρόλος δεν την άφησε αμέτοχη στις εμφύλιες διαμάχες, κατά τις οποίες υποστήριξε τους στρατιωτικούς και το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, με τον οποίο είχε συγγενέψει, μετά το γάμο της κόρης της Ελένης Μπούμπουλη με τον Πάνο Κολοκοτρώνη.
Η φιλοπατρία υπερισχύει όλων των άλλων συναισθημάτων της, δηλαδή της πικρίας της από τις έριδες των πολιτικών και την έκβαση του αγώνα. Και ενώ κάνει πάλι προετοιμασίες, για να λάβει μέρος στο αγώνα εναντίον του Ιμπραήμ, έρχεται το αναπάντεχο τέλος της. Η ηλιοκαμένη κόρη της θάλασσας πέφτει νεκρή από σπετσιώτικο βόλι, στις 22 Μαΐου 1825,στο σπίτι του πρώτου της άνδρα, του Γιάννουζα. Αιτία; Μια λογομαχία της με άτομα από την οικογένεια της Κούτση Ευγενίας, αγαπημένης του γιου της Μπουμπουλίνας. Άδοξο και τραγικό λοιπόν το τέλος αυτής της γυναίκας που μέσα της ξεχείλιζε, πιο ισχυρή από όλα τα άλλα, η αγάπη της για την πατρίδα.. 
Εξαιρετικός αγωνιστής, στρατηγός και μεγάλη μορφή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και των πρώτων, μετά την απελευθέρωση, χρόνων. Ο Μακρυγιάννης γεννήθηκε το 1797 από φτωχή οικογένεια στο χωριό Αβορίτη του νομού Φωκίδας. Το κανονικό του επίθετο ήταν Τριανταφύλλου, αλλά ονομάστηκε Μακρυγιάννης (μακρύς Ιωάννης), γιατί είχε ψηλό ανάστημα. Όταν ήταν ενός χρόνου οι Τούρκοι σκότωσαν τον πατέρα του κι η οικογένειά του, μετά από πολλές ταλαιπωρίες στα βουνά, κατάφυγε στη Λιβαδειά. Σε ηλικία 14 χρόνων πήγε κι εργάστηκε στην Άρτα στα κτήματα του συμπατριώτη του Αθαν. Λιδωρίκη. Ασχολήθηκε και με το εμπόριο και στην αρχή της Επανάστασης είχε μια σεβαστή περιουσία για την εποχή εκείνη. Στην Άρτα μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και προσχώρησε στην Επανάσταση λίγο πριν την έκρηξή της Οι Φιλικοί τον έστειλαν στην Πάτρα να συγκεντρώσει πληροφορίες για την εξέγερση. Εκεί τον υποπτεύτηκαν οι Τούρκοι κι όταν γύρισε στην Άρτα τον έριξαν στη φυλακή απ' όπου δραπέτευσε μετά από δύο μήνες. Στην αρχή της Επανάστασης υπηρέτησε κάτω απ' τις διαταγές του οπλαρχηγού Μπακόλα, που θαύμαζε πολύ Πήρε μέρος στις μάχες του Σταυρού και του Πέτα κι επικεφαλής 700 αντρών μπήκε θριαμβευτής στην πόλη της Άρτας που την κυρίεψαν απ' τους Τούρκους.
Τον Απρίλη του 1822, παρόλο που είχε αρρωστήσει λίγο καιρό πριν, ως οπλαρχηγός 4 χωριών των Σαλώνων, επιτέθηκε εναντίον της Υπάτης, που όμως δεν μπόρεσε να πάρει απ' τους Τούρκους.
Τον Αύγουστο, που ο Ανδρούτσος ανάλαβε την αρχιστρατηγία της Αν. Στερεάς, ο Μακρυγιάννης ορίστηκε αντιφρούραρχος κι ο Γκούρας φρούραρχος της Ακρόπολης. Κατόπιν ορίστηκε και πολιτάρχης της Αθήνας, δηλ. είχε καθήκον να επιβλέπει τη δημόσια τάξη.
Μαζί με το Νικηταρά εκστράτευσε στη Ρούμελη και πήρε μέρος σε πολλές μάχες.
Στην περίοδο των εμφύλιων πολέμων ο Μακρυγιάννης τάχτηκε με το μέρος της κυβέρνησης και κυνήγησε τους αντάρτές, γιατί πίστευε ότι έτσι θα ερχόταν γρηγορότερα η τάξη στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.
Το 1825 διορίστηκε απ' την κυβέρνηση πολιτάρχης της Αρκαδίας. Εκεί τον προσκάλεσαν οι πολιορκούμενοι απ' τους Τούρκους στο φρούριο του Νεόκαστρου. Έτρεξε για βοήθειά τους μαζί με 100 άνδρες και πολέμησε γενναία μέχρι την παράδοση του κάστρου Μετά την άλωση της Τρίπολης πολέμησε τον Ιμπραήμ στη μάχη των Μύλων, τραυματίστηκε βαριά και μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Εκεί παντρεύτηκε την κόρη του Γεωργαντά Σκουζέ.
Το 1825 πήγε στην Ύδρα για να την προστατέψει από ύποπτες τούρκικες κινήσεις και κατόρθωσε να καθησυχάσει τα επαναστατημένα ελληνικά πληρώματα, που ζητούσαν τους μισθούς τους, πληρώνοντας με δικά του χρήματα.
Αλλά η γενναιότητα του στρατηγού Μακρυγιάννη φάνηκε στις μάχες της Ακρόπολης, που την πολιορκούσε ο Ρεσίτ πασάς Κιουταχής. Εκεί τραυματίστηκε στο λαιμό και στο κεφάλι.
Το τραύμα αυτό τον βασάνιζε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το 1830 έγινε χιλίαρχος. Ο Μακρυγιάννης, φύση φιλελεύθερη, ήρθε πολλές φορές σε σύγκρουση με τον Καποδίστρια για την αυταρχική πολιτική που ακολουθούσε. Επειδή αρνήθηκε να υπογράψει τον όρκο που έβαζε ο Καποδίστριας στους δημόσιους υπαλλήλους (τον θεωρούσε προσβλητικό), έχασε το αξίωμα του αρχηγού της εκτελεστικής δύναμης της Πελοποννήσου και το βαθμό του. Στ' απομνημονεύματά του κατηγορεί τον Καποδίστρια για τη δικτατορική του πολιτική και την ανάπτυξη του χαφιεδισμού στη χώρα.
Όταν ήρθε ο Όθωνας στην Ελλάδα, τον χαιρέτησε με αισιοδοξία. Απογοητεύτηκε όμως απ' τη βίαιη διάλυση των αντάρτικων ομάδων των αγωνιστών, την περιφρόνηση των Βαυαρών προς τους αγωνιστές και τις αδικίες που έγιναν σε βάρος τους. Ο Μακρυγιάννης, ως δημοτικός σύμβουλος της Αθήνας, πέτυχε να εκδώσει το δημοτικό συμβούλιο ψήφισμα για την παραχώρηση απ' τον Όθωνα συντάγματος στον ελληνικό λαό Μετά από μια περίοδο πολιτικής απραξίας (1836-1840), στην οποία αφοσιώθηκε στη ζωγραφική εικόνων απ' τον ιερό αγώνα του '21, ο Μακρυγιάννης εμφανίστηκε και πάλι στο πολιτικό προσκήνιο. Άρχισε την πολιτική κίνηση, που συσπείρωσε γύρω της τους δημοκρατικούς και φιλελεύθερους άντρες και ζητούσε σύνταγμα απ' τον Όθωνα. Έτσι, με την αναίμακτη εξέγερση της 3ης Σεπτέμβρη 1843 και με τη βοήθεια του στρατού με αρχηγό τον Καλλέργη, ο Όθωνας αναγκάστηκε να παραχωρήσει σύνταγμα. Έτσι ο Μακρυγιάννης αναδείχτηκε πρωτεργάτης του αγώνα, που χάρισε το πρώτο σύνταγμα στον ελληνικό λαό. Ο Μακρυγιάννης πήρε μέρος στη διαμόρφωση του συντάγματος. Τότε πήρε και το βαθμό του υποστράτηγου. Ο αγώνας του Μακρυγιάννη για την τήρηση του συντάγματος θεωρήθηκε ύποπτος και το 1852 τον κατηγόρησαν για συνωμοσία εναντίον του Όθωνα. Στις 16 Μάρτη του 1853, το στρατοδικείο τον καταδίκασε σε θάνατο. Η καταδίκη του Μακρυγιάννη, του αγωνιστή που τόσα πρόσφερε στην ελευθερία της πατρίδας, προκάλεσε την αγανάκτηση του ελληνικού λαού. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να μετατρέψει την ποινή σε ισόβια, μετά σε 10 χρόνια και τέλος τον άφησε ελεύθερο.
Αλλά η υγεία του είχε κλονιστεί σε ανεπανόρθωτο βαθμό.
Στο κίνημα εναντίον της βασιλείας του Όθωνα της 10ης Οκτώβρη 1862, ο λαός της Αθήνας θυμήθηκε τον αρχηγό του στο προηγούμενο κίνημα, (1843), πήγε στο σπίτι του Μακρυγιάννη και τον περιέφερε θριαμβευτικά στην πόλη.
Στις 20 Απρίλη του 1869 έγινε αντιστράτηγος και στις 27 Απρίλη του 1864, ο Μακρυγιάννης άφησε την τελευταία του πνοή.
Ο Μακρυγιάννης, εκτός απ' την ανεκτίμητη προσφορά του στην επανάσταση του εικοσιένα μας άφησε κι ένα θαυμάσιο ιστορικό και λογοτεχνικό μνημείο. Είναι τα "Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη".
Ο στρατηγός, αν και αγράμματος, μας άφησε ένα απέριττο ιστορικό κείμενο, που περιλαμβάνει τα γεγονότα μέχρι το 1850. Ο Μακρυγιάννης κάνει περιγραφές γεμάτες ζωντανή αφέλεια, φυσικότητα, λυρισμό και παραστατικότητα. Εκθέτει τα γεγονότα και κάνει χαρακτηρισμούς με το δικό του τρόπο και τα αναλύει όλα με το αγνό, πατριωτικό, φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα του.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1776 και είχε τον τίτλο του Κόμη. Υπήρξε πρώτος κυβερνήτης του νεοελληνικού κράτους. Σπούδασε ιατρική αλλά από τα τέλη του 1798 αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην πολιτική.
Το Μάρτιο του 1800 τα Ιόνια νησιά ανακηρύσσονται σε υποτελή πολιτεία στον Τούρκο Σουλτάνο, η οποία ώφειλε να κυβερνιέται από την αριστοκρατία του τόπου.
Ο Καποδίστριας καταρχάς, γίνεται ΄Εκτακτος επίτροπος της τοπικής κυβέρνησης, αργότερα γίνεται Υπαρχηγός και τέλος Γραμματέας της Επικράτειας για τις υποθέσεις εξωτερικών, εσωτερικών και εμπορίου.
Από τότε αποκτά στενούς δεσμούς με τη Ρωσική Αυλή. Τα Ιόνια νησιά ανακαταλαμβάνονται όμως, από τη Μεγάλη Βρετανία το 1809 και ο Καποδίστριας φεύγει για τη Ρωσία. Εκεί χάρη στις ικανοτητές του γίνεται Υπουργός των Εξωτερικών του Τσάρου. Γίνεται οπαδός της "Πεφωτισμένης Δεσποτείας" δηλαδή του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας και των μεταρρυθμίσεων χωρίς όμως την επαναστατική παρεμβολή του λαού.
Το 1817 η Φιλική Εταιρία πρότεινε στον Καποδίστρια ν'αναλάβει την αρχηγία της επανάστασης στην Ελλάδα. Ο Καποδίστριας αρνήθηκε, όχι γιατί ήταν φίλος της Οθωμανικής κυριαρχίας στην Ελλάδα, αλλά γιατί από τη φύση του αντιπαθούσε τις επαναστατικές μεθόδους πάλης όπως επίσης και γιατί πίστευε ότι η επιλογή δεν ήταν κατάλληλη για την έκρηξη της Εθνικής Επανάστασης. Επιπλέον είχε τη γνώμη ότι μια επανάσταση που θα στηριζόταν σε νέες δυνάμεις δεν θα έφερνε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
΄Οταν ξέσπασε η επανάσταση του 1821 ο Καποδίστριας προσπάθησε να πείσει το Ρώσο Αλέξανδρο Α΄ να επέμβει στρατιωτικά εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πράγμα που δεν κατάφερε και νικημένος αναγκάστηκε να φύγει από τη Ρωσία το καλοκαίρι του 1822 και να έρθει στην Ελλάδα για 5 χρόνια.
Πάντα όμως προσπαθούσε να εξασφαλίσει την συμπαράσταση των κυβερνήσεων και προσωπικοτήτων υπέρ του αγώνα των Ελλήνων.
Πράγματι τελικά δημιουργήθηκε ένας συνασπισμός ΄Αγγλων, Ρώσων και Γάλλων εναντίον του Σουλτάνου.
Στις 3 Απριλίου του 1827 η εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ονόμασε τον Καποδίστρια Κυβερνήτη της Ελλάδος.
Η διακυβέρνηση του Καποδίστρια ήταν σύντομη. Οι προσπαθειές του να εκσυγχρονίσει την Ελλάδα τον έφεραν σε σύγκρουση με τους Συντηρητικούς Προεστούς και τους Γαιοκτήμονες.
΄Ετσι χωρίς λαϊκή υποστήριξη έμεινε απροστάτευτος στις επιθέσεις των αντιπάλων του.
Στις 9 Οκτωβρίου του 1831 δολοφονήθηκε από τους αδελφούς Μαυρομιχάλη, στο Ναύπλιο, την πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδος.
Το σχεδιό του για την "Πεφωτισμένη Δεσποτεία" στην Ελλάδα σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα, χρεωκοπούσε και ο ίδιος έβρισκε σκληρό και άδοξο τέλος.
Δωρεά του Κυβερνήτη
Ο Καποδίστριας αποφάσισε πια οριστικά να αφήσει τη Ρωσία και να κατέβει για πάντα στην Ελλάδα. Πρώτη του δουλειά ήταν να πουλήσει τα έπιπλά του. ΄Ηταν καλοκαμωμένα και ακριβά και αν τα έφερνε μαζί του στην Ελλάδα θα ήταν πρόκληση για τους φτωχούς ΄Ελληνες. Τα πούλησε όλα και κατάφερε να εισπράξει απ'αυτά πενήντα χιλιάδες ρούβλια.
Με μια, όλα αυτά τα ρούβλια τα έστειλε σε "΄Ελληνες" σιτέμπορους στην Οδησσό και τους παρακινούσε να προσθέσουν κι αυτοί ότι θέλανε. Με όλο το ποσόν θα αγοράζαν σιτάρι και θα το έστελναν στους "΄Ελληνες" που πεινασμένοι αγωνίζονταν για τη λευτεριά τους.
Οι ΄Ελληνες σιτέμποροι της Οδησσού σεβάστηκαν την επιθυμία του Καποδίστρια και διπλασίασαν τις πενήντα χιλιάδες ρούβλια που τους έστειλε. Φόρτωσαν πέντε καράβια σιτάρι και στείλανε από ένα στα Ψαρά, στην ΄Υδρα και στις Σπέτσες.  εφοδιάσουν 
Ο Θρυλικός αυτός ήρωας του 1821, γεννήθηκε στη Μουσουνίτσα της Παρνασσίδος το 1788.
Παιδί ακόμα μπήκε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου όπου έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Σε ηλικία 20 χρονών άφησε τη ζωή του μοναστηριού και πήρε τα όπλα εναντίον των Τούρκων.
Ο Διάκος ήταν άφταστος στα αγωνίσματα, στα όπλα και στην ανδρεία. Στα 1818 έγινε το πρώτο από τα επτά πρωτοπαλήκαρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Μαζί του μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και έβαλε σκοπό της ζωής του την απελευθέρωση της φυλής. ΄Ετσι δημιούργησε δικό του στρατό και ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης σε όλη την Ελλάδα.
Οι Τούρκοι αποφάσισαν να τον αντιμετωπίσουν και έστειλαν τον στρατηγό Ομέρ Βρυώνη με 9.000 στρατιώτες. Ο Διάκος είχε μόνο 1.500 παληκάρια. Η μάχη έγινε στην Αλαμάνα, εκεί όπου 23 αιώνες πριν, έπεσε ο Λεωνίδας με τους 300. Ο Διάκος πολέμησε ηρωϊκά, αλλά στο τέλος οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και τον σούβλισαν.
Ο Διάκος αντιμετώπισε το μαρτυρικό του θάνατο με θάρρος. Μονο ένα παράπονο βγήκε απ'τα χείλη του, προβλέποντας την ανάσταση του Ελληνισμού:

"Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει,
τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι".
΄Ηταν ο πιο αγνός ήρωας του '21.
Το τραγούδι του
Τρία πουλάκια κάθονταν στου Διάκου το ταμπούρι
το 'να τηράει τη Λειβαδιά και τ'άλλο το Ζητούνι
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει.
"Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;
- Νουδ' ο Καλύβας έρχεται, νουδ' ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ Βρυόνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες".
Ο Διάκος σαν τ'αγροίκησε πολύ του κακοφάνει.
Ψιλή φωνήν εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
"Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παληκάρια,
δώσ'τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω την Αλαμάνα,
πούναι ταμπούρια δυνατά κι'όμορφα μετερίζια".
Παίρνουνε ταλαφρά σπαθιά και τα βαριά ντουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
"Καρδιά παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθήτε...
(Απόσπασμα του τραγουδιού)
Ηρωίδα της ελληνικής επανάστασης του 1821. Κόρη του Νικολάου Μαυρογένους, μεγαλέμπορου που ήταν εγκατεστημένος στην Τεργέστη. Πριν κηρυχθεί η επανάσταση, ήρθε με τον πατέρα της στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Τήνο.
Μόλις άρχισε ο αγώνας πήγε στη Μύκονο όπου εξόπλισε με δικά της χρήματα δύο πλοία, με τα οποία καταδίωξε η ίδια τους πειρατές που σάρωναν εκείνη την εποχή τη θαλάσσια περιοχή της Μυκόνου. Αργότερα δημιούργησε στόλο από έξι πλοία και συγκρότησε σώμα πεζικού που αποτελούνταν από 16 λόχους των πενήντα ανδρών και πήρε μέρος στην επιχείρηση της Καρύστου καθώς και στις μάχες του Πηλίου, της Φθιώτιδας και της Λειβαδιάς. Επέστρεψε κατόπιν στη Μύκονο και ασχολήθηκε με τη τροφοδοσία του ναυτικού αγώνα και τη συγγραφή των απομνημονευμάτων της.
΄Οταν έληξε η επανάσταση εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο. Της απονεμήθηκε από τον Καποδίστρια ο βαθμός της αντιστρατήγου. Το 1840 εγκαταστάθηκε στην Πάρο.
Πέθανε το 1848. Το σπίτι που πέθανε στην Πάρο σώζεται μέχρι σήμερα.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΩΡΑ
Η Μαντώ Μαυρογένους είχε στην κατοχή της από οικογενειακή κληρονομιά ένα πολύτιμο σπαθί. Λένε πως το σπαθί αυτό ήταν απ'τα χρόνια του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. ΄Αλλοι λένε πάλι πως η Μεγάλη Αικατερίνη το είχε χαρίσει στον πατέρα της Μαντώς. ΄Ηταν "Χρυσοποίκιλτον και Αδαμαντοκόλλητον". Είχε χαραγμένη την επιγραφή "Δίκασον Κύριε τους αδικούντας με, τους πολεμούντας με, βασίλευε των Βασιλευόντων".
Σαν κατέβηκε στην Ελλάδα ο Καποδίστριας, η Μαντώ του χάρισε το "πατροπαράδοτον μου και πολυτιμότατον δια την αρχαιοτητά του σπαθίον", όπως γράφει και η ίδια. Ο Κυβερνήτης την ευχαρίστησε για το ιστορικό αυτό δώρο, "σπάθην οπλίσασαν την χεριά γενναίου τίνος προμάχου του Σταυρού".
Στον τιμητικό αποχαιρετιστήριο χορό, που δώσανε στο σπίτι του Αλεξάνδρου Κοντοσταύλου στην Αίγινα, για χάρη του στρατάρχη Μαιζών που θα έφευγε από την Ελλάδα, ο Καποδίστριας πρόσφερε το ιστορικό αυτό σπαθί στον Μαιζών, "ως τεκμήριον της προς αυτό ευγνωμοσύνης του ΄Εθνους".